- ἐρειπίοις
- ἐρείπιονfallen ruinneut dat plἐρείπιοςfallingmasc/fem/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κιμώνειος — α, ο θηλ. και ος (Α Κιμώνειος, ον) [Κίμων] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Αθηναίο στρατηγό Κίμωνα ή σχετίζεται με αυτόν (α. «Κιμώνειος ειρήνη» β. «ἐν τοῑς Κιμωνείοις ἐρειπίοις») … Dictionary of Greek